7/13/2008

49. Εις εαυτόν (γ')


Εις εαυτόν (γ’)
(ή, Μιά ευχή για τον Μάνο)


Στο ξενοδοχείο όπου περιστασιακά εργάζομαι τόσα χρόνια, –έτσι, για να την σπάω στην κάρτα ενεργείας που κουβαλάω στο πορτοφόλι μου από το 2000–, καλύπτοντας ουσιαστικά τις άδειες του μόνιμου προσωπικού, γνωρίζω κόσμο και κοσμάκη: Απλοί οικογενειάρχες με την φαμελιά τους, που ένας Θεός ξέρει πως βρέθηκαν στην μικρή Ξάνθη· αντιπρόσωποι, που με αγωνία ρωτάνε εάν έχει χώρο στο παρκινγκ για να βάλουν εκεί το αυτοκίνητό τους ώστε να μην ανησυχούν για τα εμπορεύματα που έχουν μέσα· ερωτευμένα ζευγαράκια, που το βλέμμα τους αδυνατεί να κρύψει τον πόθο και την λαχτάρα που καίει στις ψυχές τους, και που χαμογελούν αμήχανα όταν (για τυπικούς λόγους) τους ζητάω να δω μιά ταυτότητα· απελπισμένοι άνδρες που ζητάνε ένα δωμάτιο για λίγες ώρες για να νιώσουν ποθητοί κι ερωτεύσημοι, χάρη στις θυσίες και το δόσιμο μιάς «επαγγελματίας» ερωμένης· ξένοι τουρίστες, που εξερευνούν τα λιγότερα γνωστά μέρη της Ελλάδας, και που μου διηγούνται εκστασιασμένοι τον ενθουσιασμό τους για τις ομορφιές της μικρής αυτής χώρας, χωρίς να γνωρίζουν πως οι κάτοικοί της αγωνίζονται καθημερινά να την καταστρέψουν. Μεταξύ όλων αυτών κι άλλων πολλών, προχθές γνώρισα και τον Μάνο.


[ Πηγή εικόνας ]


Ο Μάνος είναι ένα όμορφο παλικάρι, που φορούσε ένα τζίν παντελόνι με το ένα μπατζάκι τυλιγμένο ψηλά μέχρι τον μηρό κι ανοιχτό καρό πουκάμισο με μιά μαύρη μπλούζα από κάτω. Φορούσε στον λαιμό την αλυσίδα που το φορέθηκε μικρό, όταν έλαβε (χωρίς να ρωτηθεί) το όνομά του σε μιά κολυμβήθρα, και μαύρα γυαλιά πάνω στα μαλλιά του. Τέλος, στο πόδι του, εκείνο του οποίου το μπατζάκι ήταν γυρισμένο κι ανεβασμένο μέχρι τον μηρό, ήταν καλυμμένο με μία μεγάλη λευκή γάζα, κολλημένη με ταινία. Αυτός ήταν κι ο λόγος που είχε κατέβει από το δωμάτιό του στην ρεσεψιόν: να ζητήσει λίγη ταινία από το φαρμακείο, επειδή η γάζα ξεκολλούσε σιγά-σιγά.

Έψαξα, μα με έκπληξη διαπίστωσα πως στο φαρμακείο του ξενοδοχείου, εξών του οξυζενέ, βαμβακίου, και ολίγων ασπιρίνων, δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο, έτσι του έδωσα το σελοτέιπ του γραφείου σαν προσωρινή λύση.

Ο Μάνος, είχε ένα βλέμμα ανθρώπου που ήταν ελαφρώς χαμένο στο διάστημα. Μισόκατεβασμένα βλέφαρα, βαριεστημένη φωνή και μία ελαφρά ταλάντωση στο σώμα του. Το μυαλό μου πήγε αμέσως στην σκέψη πως ο Μάνος ήταν –τί άλλο;– ναρκομανής.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν να του δώσω ό,τι θέλει και να τον ξαποστείλω αμέσως πίσω στο δωμάτιό του. Αυτό θα έκανε –και ήθελε να κάνει– ο παλιός ο Περικλής. Ο Μάνος όμως, εξών του σελοτέιπ, έκανε και μιά άλλη ερώτηση: «Που μπορώ να βρώ έναν καφέ;». Του απάντησα πως τέτοια ώρα ήταν λίγο δύσκολο, μιάς και το μπαρ του ξενοδοχείου είχε κλείσει στις δέκα. Ο τρόπος όμως που μου το ζήτησε, η απλότητα, αυτό το κάτι που δεν ξέρω πώς να το περιγράψω, αυτό που είναι μιά τόσο γαμημένα απλή ικεσία, με έκανε να λυγίσω, με έκανε να τον λυπηθώ. Έτσι, πήρα το ρίσκο.

«Θα πάω εγώ να σου κάνω έναν φραπέ —άμα θέλεις. Είναι το μόνο που μπορώ να σου φτιάξω τέτοιαν ώρα. Αλλά θα κάτσεις δυό λεπτά μπροστά στην ρεσεψιόν, να μην είναι μόνη κι έρθει κανένας». Όπερ κι εγένετο.

Έφυγα στο πίσω μέρος του ξενοδοχείου, στην κουζίνα, αφήνοντας το «πρεζόνι» μόνο του στην ρεσεψιόν, με το ταμείο, τα κινητά μου τηλέφωνα κι ό,τι άλλο, εκτεθειμένα στις ορέξεις του. Όταν επέστρεψα μετά από λίγο με τον καφέ, τον βρήκα στην θέση που τον άφησα· στην θέση τους ήταν και το ταμείο και τα κινητά κι όλα. Έτσι, ένοιωσα την πρώτη επιβεβαίωση πως δεν έπραξα λάθος που τον εμπιστεύθηκα, και ταυτόχρονα, το πρώτο χαστούκι που μου θύμισε πως όλοι, λίγο πολύ, είμαστε ρατσιστές κι έχουμε τις προκαταλήψεις μας.

Ο Μάνος έκατσε τον καναπέ μπροστά στην ρεσεψιόν που υπάρχει για τους πελάτες, στρίβοντας το τσιγάρο του και προσπαθώντας να πιάσει συζήτηση μαζί μου με γνωστές ατάκες του τύπου: «Ωραία η πόλη σας», «Δουλεύεις καιρό εδώ;» «Εγώ ’μαι από ’Σαλονίκη» κ.λπ. Εγώ, επιφυλακτικός στην αρχή, δεν συμμετείχα ενεργά, μετά από λίγο όμως, άρχισα να ανοίγομαι. Σύντομα, κατέφθασε κι ένας φίλος μου, περαστικός που σταμάτησε για λίγο να με δεί, και μπήκε κι αυτός στην συζήτηση. Ο Μάνος, όσο περνούσε η ώρα, ανοιγόταν σε ’μάς όλο και πιό πολύ.

Ο Μάνος είναι είκοσι οχτώ ετών, γέννημα θρέμμα Θεσσαλονικιός, από την Κάτω Τούμπα, και ήρθε στην Ξάνθη για να κάνει ένα (ακόμη) τατουάζ στο πόδι του· «Εδώ», μας λέει, «ο μάστορας είναι από τους καλύτερους!» Μας έφερε κάποια στιγμή κι ένα βιβλίο-λεύκωμα με νεράιδες, ξωτικά και τέτοια, για να μας δείξει το σχέδιο που του «χτύπησαν». Άρχισε να μας μιλάει για την ζωή του: Για την κοπέλα του με την οποία έχει σχέση εδώ και πέντε χρόνια, κι ανέχεται όλες τις «μαλακίες» του. Για την ενεργεία που τον μαστίζει και για τα... προβλήματα υγείας του.

Σύντομα καταφθάνει κι άλλος ένας φίλους μου, που αμέσως συμμετέχει κι αυτός ενεργά στην συζήτηση. Σύντομα, ο Μάνος νιώθει αρκετά καλά για να μας εκμυστηρευτεί το πρόβλημα της υγείας του: «Σε έναν μήνα, μπαίνω στην Ιθάκη», μας είπε, επιβεβαιώνοντας αυτό που η παρέα ήδη γνώριζε. Μας είπε για το πώς ξεκίνησε στα δέκα οχτώ του, από μαγκιά, γιατί κάποιοι «φίλοι» του το πρότειναν. Δέχτηκε την «επίθεση» του φίλου μου, που του είπε πως κατά την δική του άποψη, δεν υπάρχει: «με παρέσυραν· ήθελες και δοκίμασες!» Αντέκρουσε όμως λέγοντας ότι, όπως όλοι, απλά δεν πίστευε πως θα κολλούσε· πως ήταν δυνατός και θα μπορούσε να το κόψει όποτε ήθελε... για να καταλήξει δέκα χρόνια μετά να είναι κολλητός με την ηρωίνη.

Η συζήτηση αποκτάει εντελώς προσωπικό χρώμα, με εκμυστηρεύσεις εκατέρωθεν που φέρνουν τις ψυχές μας πιό κοντά. Ο Μάνος αναθαρρεύει, μαθαίνοντας από τις διηγήσεις μας, πως γνωρίζουμε από πρώτο χέρι ανθρώπους που είχαν βρεθεί στην θέση του και που σήμερα είναι υγιέστατοι, πλήρως απεξαρτημένοι (πάνω από δέκα χρόνια) και ευτυχισμένοι με τις ζωές τους.

Η ώρα περνάει και το ρολόι δείχνει δύο παρά μετά τα μεσάνυχτα, και σύντομα οι φίλοι μου αναχωρούν, αφήνοντας με μόνο μου με το «πρεζόνι», που αστειευόμενος και με χαμηλωμένη φωνή τους ψιθυρίζω: «Μη μ’ αφήνετε μόνο μου μαζί του!» (κάτι που δυό ώρες πριν, ίσως να το εννοούσα πιο σοβαρά).

Οι συζήτηση προχωράει, και ιστορίες ζωής ανταλλάσσονται. Μου μιλάει για τότε που ήταν μικρός, κι ο αδερφός του, δέκα μόλις χρόνων, διαγνώστηκε με λευχαιμία κι έλειψε έναν χρόνο στην Αγγλία για θεραπεία, με πιθανότητες πενήντα-πενήντα (τελικά τα κατάφερε και είναι σήμερα ένα παλικάρι 25 Μαϊων γεμάτο ζωή· το άλλο παιδί στο ίδιο δωμάτιο δεν τα κατάφερε). Μου μιλάει για το πρώτο του τατουάζ στα δεκάξι, όταν ήθελε να εντυπωσιάσει μιά κοπέλα· για τις παρέες, την πρώην δουλειά του σε κατάστημα οπτικών (και την απόλυσή του λόγο του προβλήματος με τα ναρκωτικά), και για το λύκειο που δεν έβγαλε ποτέ.

Ο Μάνος φοβάται... Φοβάται μήπως δεν τα καταφέρει, μήπως τελικά καταστρέψει τελειωτικά την ζωή του, την ζωή των γονιών του και των άλλων αγαπημένων του. «Η Ιθάκη είν’ η τελευταία μου ελπίδα», μου λέει, «Πρέπει να τα καταφέρω».

Η ώρα περνάει και το ρολόι δείχνει τρείς παρά τέταρτο. Πολλά έχουν ειπωθεί εκατέρωθεν, κι ο Μάνος δείχνει λίγο ανακουφισμένος κι αναπτερωμένος. «Καιρό είχα να απολαύσω έτσι μιά συζήτηση», μου λέει, «ιδίως από κάποιον που ξέρει πως είμαι μπλεγμένος με ναρκωτικά».

Όταν έρχεται η ώρα να ανέβει στο δωμάτιό του και να χωρίσουν η δρόμοι μας, μιάς και δεν θα τον ξαναδώ (μάλλον;), μου ζητάει να του δώσω τον αριθμό του κινητού μου τηλεφώνου. Για ένα δευτερόλεπτο το μυαλό μου κωλώνει· μου λέει να μην δώσω κάτι τόσο προσωπικό σ’ ένα «πρεζόνι». Η σκέψη αυτή σύντομα φονεύεται από την συνείδησή μου, που μου φωνάζει δυνατά πως ξέρω καλά πως ο Μάνος δεν είναι κακός άνθρωπος, ούτε θέλει κάτι από εμένα. Θέλει απλά να θυμάται πως γνώρισε κάποτε έναν νεαρό σ’ ένα ξενοδοχείο στην Ξάνθη, με τον οποίον μίλησε κι αντάλλαξε κουβέντες· στον οποίον είπε πολλά από την ζωή του· εκμυστηρεύτηκε τις φοβίες, τα άγχη και τις ελπίδες του· που του πρόσφερε καφέ, παρ’ ότι γνώριζε πως ήταν «πρεζόνι».

Δεν τόλμησα να του ζητήσω κι εγώ από την πλευρά μου τον αριθμό του. Πιστεύω πως δεν θα έχω νέα του... Αν και... κάτι μέσα μου με κάνει να ελπίζω. Ονειρεύομαι πως κάποια στιγμή, σε ανύποπτο χρόνο, θα λάβω ένα μήνυμα από άγνωστο αποστολέα που θα λέει κάτι του τύπου: «Είμαι έξω, κι είμαι καθαρός. Και για πρώτη φορά νομίζω πως είμαι κάτι ωραίο, κάτι σωστό, κάτι που αξίζει να υπάρχει» ή «Είμαι/λέω να κατέβω Ξάνθη, και δεν σ’ έχω ξεχάσει, και θά ’θελα να πιούμε έναν καφέ μαζί αν θέλεις»... ή ο,τιδήποτε, αρκεί να είναι κάτι μου γνωστοποιήσει πως είναι καλά, πως το παλεύει.

Φίλε Μάνο... άγνωστο εσύ αγόρι, που έχασες λίγο το μονοπάτι σου από τις αναθυμιάσεις μιάς ψυχοκτόνας ζωής και μιάς παραπαίουσας κοινωνίας που βαδίζει στο σκοτάδι και φονεύει τα παιδιά της για να θρέψει τα χούφταλά της, μην φοβάσαι.


[ Πηγή εικόνας ]


Είσαι ένα υπέροχο πλάσμα, που όπως όλοι, δεν γεννήθηκες επί ματαίω. Γεννήθηκες για να ζήσεις, και θα ζήσεις! Θα τα καταφέρεις —πρέπει! Όχι γιατί θα στεναχωρηθούν οι γονείς σου άμα «φύγεις», όχι γιατί θα κλάψει η κοπελιά σου, όχι γιατί «πρέπει»... Αλλά γιατί το οφείλεις στον εαυτό σου! Ό,τι κι αν υπάρχει (ή δεν υπάρχει) πέρα από τον «θάνατο» της σάρκας, θα το μάθεις, αργά ή σύντομα. Δεν υπάρχει λόγος να επισπεύσεις το αναπόφευκτο. Μπορείς όμως να απολαύσεις αυτά που σου προσφέρονται τώρα· σήμερα. Θα ήταν κρίμα να μην τα γνωρίσεις· δέ θά ’ταν;

Φίλε Μάνο, για εσένα κάνω μιά ευχή: να τα καταφέρεις. Και σ’ ευχαριστώ κι εγώ από πλευράς μου, γιατί βλέποντάς σε, είδα κι ένα κομμάτι του εαυτού μου να ανακλάται επάνω σου: τον αυτοκαταστροφικό μου εαυτό. Μου θύμησες πως κι εγώ, όπως όλοι μας, είμαστε σκλάβοι κι εξαρτημένοι από κάτι —υπερβολικά λιγοστοί οι πραγματικά απεξάρτητοι! Μου θύμισες πως κι εγώ, όπως κι εσύ, είμαστε ουράνια παιδιά που χαθήκαμε στο σκοτεινό δάσος, και κλαίγοντας ψάχνουμε το μονοπάτι που θα μας οδηγήσει πίσω στην ζεστή αγκαλιά απ’ όπου ήρθαμε· το ξέρουμε πως υπάρχει, είναι ανεξίτηλα χαραγμένο στο πίσω μέρος του συλλογικού υποσυνείδητου. Το σκοτάδι μας τρομάζει, ο φόβος μας, μας κάνει να ξεχνάμε καμιά φορά τις αέρινες ιδιότητές μας, και για να επιβιώσουμε επιβουλευόμαστε τις ιδιότητες των θηρίων του δάσους, και γινόμαστε το ένα και τ’ αυτό με αυτά.

Έτσι κι εγώ, έτσι κι εσύ, έτσι κι όλοι μας... Χαμένοι μέσ’ το δάσος ψάχνουμε στο τέλος, όχι απλώς την αγκαλιά που μας έλειψε, αλλά και τον χαμένο μας εαυτό που αφήσαμε κάπου πίσω μας... και μας λείπει τόσο πολύ, μα τόσο πολύ, που μερικές φορές θέλουμε να βάλουμε (και βάζουμε) τα κλάματα.

Εύχομαι να τον βρεις τον χαμένο σου εαυτό Μάνο, εύχομαι να τον βρεις... Όπως εύχομαι να τον βρω κι εγώ· να τον βρούμε κάποτε όλοι μας. Γιατί μας αξίζει η αγάπη, φίλε Μάνο, είμαστε όλοι παιδιά της, και μας αγαπάει όλους... Απλά καμιά φορά το ξεχνάμε... και χανόμαστε...

—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
© Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Πασχίδης)

7 σχόλια:

Leviathan είπε...

siginitiko to post sou...mazi me ti diki sou euxi vale kai tis dikes mou...kalispera!

Ναυτίλος είπε...

Leviathan:

Σ’ ευχαριστώ, κι εύχομαι οι ευχές σου να ενωθούν και μ’ άλλες... Έτσι, μπας και συνωμοτήσει το σύμπαν υπέρ του Μάνου. Καλησπέρα και σ’ εσένα.

:-)

dr.SeenG είπε...

Πολύ όμορφο το ποστ και πολύ όμορφα γραμμένο. Ναυτίλε, χωράνε και οι δικές μου ευχές, έτσι;

Nikos Lioliopoulos είπε...

Πολύ όμορφο κείμενο . Η δε τελευταία παράγραφος , πολύ συγκινητική.
και οι δικές μου ευχες για το Μανο αλλά και για όλους τους …Μανους.

Ναυτίλος είπε...

Dr. Seeng:

Φυσικά και χωράνε οι ευχές σου. Οι ευχές ποτέ δεν περισσεύουν. :-)


Nikos.Lioliopoulos:

Ακριβώς! Για τον Μάνο και τον κάθε Μάνο... που τόσο εύκολα έχουμε μάθει να τους βάζουμε στο περιθώριο αποκαλώντας τους απλώς «πρεζάκηδες» και συνεχίζοντας τον δρόμο μας.

cynical είπε...

Καλημέρα Ναυτίλε. Μπήκα για μια γρηγορη ματια, αλλά κόλλησα. ΠΟλύ ωραια και στρωτη γραφη. Πολυ καλο και τοαφιερωμα στον Χριστιανοπουλο. Καλή συνέχεια

Ναυτίλος είπε...

cynical:

Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Να περνάς να μας βλέπεις. :-)